toimi Grekiska - Swahili
1.
-
Grekiskaλειτουργία
-
Grekiskaλειτούργημακαθήκον
-
Grekiskaλειτουργία
-
Grekiskaλειτουργώ ως
-
Grekiskaλειτουργώ, εργάζομαι
2.
3.
-
Grekiskaλειτουργία
-
Grekiskaλειτούργημακαθήκον
-
Grekiskaλειτουργία
-
Grekiskaλειτουργώ ως
-
Grekiskaλειτουργώ, εργάζομαι
4.
-
Grekiskaλειτουργία
-
Grekiskaλειτούργημακαθήκον
-
Grekiskaλειτουργία
-
Grekiskaλειτουργώ ως
-
Grekiskaλειτουργώ, εργάζομαι
Rimlexikon PluralEnglish translator: Greek Swahili toimi Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare