μέρος Grekiska - Ryska
1.
-
Grekiskaμέρος
2.
-
Ryskaчасть ре́чи
3.
-
Grekiskaμέρος πολιτικού προγράμματος
-
Ryskaпункт програ́ммы
4.
-
Grekiskaτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
-
Ryskaме́сто
5.
-
Grekiskaτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
-
Ryskaме́сто
6.
7.
-
Grekiskaμέρος
8.
-
Ryskaчасть ре́чи
9.
-
Grekiskaμοιράζομαιπαίρνω μέρος
10.
-
Grekiskaμοιράζομαιπαίρνω μέρος
Rimlexikon PluralEnglish translator: Greek Russian μέρος Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare